Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Μητέρα στην Τέχνη και τη Λογοτεχνεία

ΜONET
                              Η προσωπογραφία της μητέρας μου Μάνος Χατζιδάκις                   
Αυτήν την Κυριακή όλες οι μανούλες γιορτάζουν. Η σχέση μάνας παιδιού είναι η πιο σημαντική στη ζωή του ανθρώπου και είναι αυτή που καθορίζει την εξέλιξή μας και την εξέλιξη των σχέσεων που δημιουργούμε. Είναι η πιο ανιδιοτελής σχέση που αναπτύσσεται κι αυτό όχι μόνο στην κοινωνία των ανθρώπων άλλα και σε αυτήν των υπόλοιπων έμβιων όντων. Η σχέση αυτή κέντρισε πολλούς καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα.... ας δούμε μερικά από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους και λογοτέχνες, Έλληνες και ξένους.
                                                                GUSTAV  KLIMT

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ : «ΜΑΝΑ»

Μάνα!.. Δε βρίσκεται λέξη καμία
νάχει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
MARY CASSAT
KUKASZ CIACIUCH
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ : «Η ΜΑΝΟΥΛΑ»
Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!

Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!

Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!
                                                                     FERNANDO  BOTERO
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ :  "ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ"
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του

το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

                                                                      PABLO PICASSO

Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ : «ΠΩΣ ΝΑ ΠΕΙΡΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ»
Πως να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πως ν' αρνηθώ ή ν' αναβάλλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν κι αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει,
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει εγώ ν' αφήσω
και τι να κάνω μ' οδηγεί.

Πως το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάνω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;


                                                                 PIER AUGUST RENOIR

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΕΡΙΤΗ : «ΜΑΝΑ ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ»
Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή!
Θέ μου, η αγάπη Σου ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα!
Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας γίνει.
Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!
δε σε θαμπώνουν απάτες εσένα κι΄ονείρατα πλάνα.
Πάνω στο χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα - μέρα σκυμμένη,
τ΄άπειρο ακούς μέσ΄τα χάη μια - μια τις στιγμές να σημαίνει.
Τόσο η ψυχή σου είν΄απλή, που μιλά με τ΄αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ΄όσα φτιάνει το ψέμα φαντάσματα.

Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!
Ποιος θα μπορέσει ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάσει;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,
μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς με βελούδινα δάχτυλ' αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!
Πάνω απ΄το λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε - ώ τη χαρά σου!
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά σου.
΄Ω το γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ΄αθώο κι΄απλό παραμίλημα!
΄Ω, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στο κρεββάτι του πόνου,
και στους δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε, φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι,
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ΄ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν΄αφήνεις!
Κι ω!, πόσες άλλες φορές στου φρικτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ΄ένα θρήνο βουβό, τη χαμένη μας νιότη!
Όλα μας τα 'μαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
και με της Πίστης μας τ΄άγιο μας έθρεψες κ΄άφθαρτο μάννα.
Ένα κομμάτι χρυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς του καλού στην καρδιά μας.

Μάνα! πού βρήκες την τόση στοργή, την αγάπη την τόση;
Μέσ΄στην ψυχή σου απ΄το χέρι του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ΄ όλα τα πλάσματ' ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι΄ ανέγγιχτ' η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μεσ΄ στην αγκάλη σου, ω θαύμα! κρατάς το Θεό μας, Μητέρα,
κι΄ είσαι απ΄τη γη κι΄απ΄τους κόσμους των άστρων, εσύ, ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ!!!
 VAN GOGH
MARC CHAGALL 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ : «Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ»  (από τον “Ορέστη”)
«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, -
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
“μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”,
ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”,
ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”,
ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”,
και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -
τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,
καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,
κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –[....]
Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  :  «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
            -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
            Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
            Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
            Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ
 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑΤΡΑΣ
ΑBBAS MAHMOUD AL AKKAD : «Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ»
Η μάνα μου, μού είπε ψέματα οχτώ φορές. Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση μου-ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής. Δεν είχαμε ούτε τα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Όταν καμιά φορά βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό η μάνα μου, μού έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνε το πιάτο της στο δικό μου: «Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω». Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα!
Όταν μεγάλωσα λίγο, η μάνα μου πήγαινε, αφού τελείωνε με τις δουλειές του σπιτιού, στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα, με την ελπίδα να πιάσει ένα ψάρι για να με βοηθήσει στην ανάπτυξη του σώματός μου-κι όταν μια φορά έπιασε δύο ψάρια, έτρεξε στο σπίτι και ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δυο ψάρια μπροστά μου. Εγώ άρχισα να τρώω το πρώτο ψάρι κι αυτή έτρωγε ότι περίσσευε από το κρέας και τα αγκάθια. Η καρδιά μου ράγισε γι` αυτήν, της έβαλα το δεύτερο ψάρι μπροστά της να το φάει. Αυτή όμως μου το επέστρεψε αμέσως λέγοντας: «Φάγε παιδί μου και το δεύτερο ψάρι δεν το ξέρεις ότι δεν μ` αρέσουν τα ψάρια». Αυτό ήταν το δεύτερό της ψέμα!
Όταν μεγάλωσα, έπρεπε να πάω σχολείο, αλλά λεφτά δεν είχαμε γι` αυτό. Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του μια συμφωνία: Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ένα βροχερό βράδυ η μάνα μου άργησε στη δουλειά της. Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω. Την βρήκα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες. Της φώναξα: «μάνα ας επιστρέψουμε στο σπίτι, είναι πολύ αργά και κάνει πολύ κρύο. Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί». Αυτή χαμογέλασε λέγοντας: «μα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου». Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα!
Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της χρονιάς, η μάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου. Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε στον καυτό ήλιο. Όταν βγήκα με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της βρήκα ένα ποτήρι με κρύο χυμό, το ήπια μέχρι που ξεδίψασα. Παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιο ασφαλής. Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή ζέστη. Αμέσως της  έδωσα το ποτήρι λέγοντας: «πιες μάνα». Αυτή μου απάντησε: «πιες εσύ παιδί μου, εγώ δεν διψάω». Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε!
Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να ζήσει ως χήρα και μάνα με όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας. Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη, υποφέραμε από πείνα. Ο θείος μου έμενε δίπλα μας, ήταν καλός άνθρωπος, μας βοηθούσε με όσα μπορούσε. Όταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας, πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα για να μας βοηθήσει, αφού ήταν ακόμα μικρή. Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντας τους: «Δεν έχω ανάγκη για αγάπη». Εκείνο ήταν το πέμπτο της ψέμα!
Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, βρήκα μια δουλειά, αρκετά καλή, και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί  και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού. Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να πουλάει τα ρούχα, οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε. Όταν δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου. Η μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε: «Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου, εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν». Ήταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα!
Μαζί με τη δουλειά μου, συνέχισα τις σπουδές ώστε να πάρω και μεταπτυχιακό. Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου. Η εταιρία στην οποία δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία. Ένιωσα μεγάλη χαρά. Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Αφού ταξίδεψα και προετοίμασα το έδαφος, επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου. Αυτή όμως, δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει, έτσι μου είπε: «Παιδί μου, εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας». Αυτό ήταν το έβδομο της ψέμα!
Η μάνα μου μεγάλωσε και εμφάνισε καρκίνο. Έπρεπε να είχε δίπλα της κάποιον για να την φροντίζει. Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ μακριά; Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ. Στο σπίτι μας την βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι, αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε προσπάθησε να χαμογελάσει. Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει επειδή ήταν πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα. Τα κλάματα έτρεχαν από τα μάτια μου, η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας: «Μην κλαις παιδί μου, εγώ δεν πονάω». Αυτό ήταν το όγδοό της ψέμα! Κι αφού μου τα `πε αυτά, έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά. 
SAHRAD MALEK 
PAUL GAUGHIN

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου